εὐφημητικός

εὐφημητικός
εὐφημ-ητικός, ή, όν,
A of happy significance,

ἀντίφρασις Eust. 763.37

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευφημητικός — ή, ό (Μ εὐφημητικός, ή, όν) [ευφημώ] αυτός που λέγεται για ευφημία, ο επαινετικός, ο εγκωμιαστικός («ἀντίφρασις εὐφημητική», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • εὐφημητική — εὐφημητικός of happy significance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφημητήριος — εὐφημητήριος, ον (Μ) αυτός που επιφέρει επευφημίες, που λέγεται ως επευφημία, ο ευφημητικός, ο εξυμνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ φημώ + κατάλ. τήριος (πρβλ. νικη τήριος, υμνη τήριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”